BOOVIES

Η ΠΙΑΝΙΣΤΡΙΑ

Κι αν οι τέχνες διασταυρώνονται συχνά, με αποτελέσματα γεμάτα καλλιτεχνικές καμπύλες έως αποτελέσματα κάτισχνα, αποστερημένα από αισθητικές και ομορφιές, το 2001 η συνάντηση του Μίκαελ Χάνεκε με την Ελφρίντε Γέλινεκ βάλθηκε να αναζωπυρώσει την πίστη μας στις λογοτεχνικές κινηματογραφικές μεταφορές. Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες μιας ολόκληρης γενιάς, ο Μίκαελ Χάνεκε, γοητεύεται εδώ ανεπανόρθωτα από τη γραφή και τη φαντασία της νομπελίστριας –πλέον– Ελφρίντε Γέλινεκ, και με τη μαγεία των σκηνοθετικών του χεριών μεταφέρει στην οθόνη την «Πιανίστρια».

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από μια μεσήλικη γυναίκα, καθηγήτρια πιάνου, η οποία διάγει τον βίο της σε μια Βιέννη βγαλμένη από τα σκηνικά των πλέον διαστροφικών μας εφιαλτών. Σ’ αυτή την πόλη-σκηνικό ταινίας τρόμου, η Έρικα ζει με τη μητέρα της. Η Έρικα φιλά αλλά και χτυπά τη μητέρα. Η μητέρα φιλά και αλλά και χτυπά την Έρικα. Η Έρικα χαράσσει τη σάρκα της και νομίζει ότι χαράσσει ερωτικές ηδονές. Η Έρικα περνάει τον πόνο για έρωτα. Κι ο νεαρός Βάλτερ Κλέμερ περνάει την Έρικα για έρωτα. Κι εμείς παρακολουθούμε ένα τρίγωνο εν τη γενέσει του ερωτικό. Ένα τρίγωνο που βγήκε από τη μήτρα του πόνου εξ ορισμού θνησιγενές και που δεν θα αποφύγει τη μοίρα του ίδιου του του τραγικού τέλους.

Ο Χάνεκε μοιάζει στη «Δασκάλα του πιάνου» να έχει χτυπηθεί απόλυτα από τα βέλη της θεάς Γέλινεκ και να ακολουθεί σχεδόν πιστά την αφήγησή της. Μια αφήγηση που λαμβάνει –και στις δύο περιπτώσεις– χώρα σε μια πόλη προσωποποίηση της απουσίας ομορφιάς και του απόλυτου ψυχρού τρόμου. Πλάθει, λοιπόν, μια ηρωίδα σε μια σχέση επαμφοτερίζοντος μίσους με τη μητέρα. Μια μητέρα που αγαπάει το πιάνο και μια κόρη σε επιβεβλημένη επιλογή μουσικής σταδιοδρομίας. Το μάτι της μητέρας παραφυλάει άγρυπνα τις «αμαρτίες» της κόρης. Και οι «αμαρτίες» αυτές δίνουν ηδονή και παίρνουν πόνο σε ένα αδιάκοπο γαϊτανάκι πάθους, οργής και αυτό-οικτιρμού. Η πιανίστρια, τόσο στη λογοτεχνική όσο και στην κινηματογραφική της εκδοχή, κόβει με ξυραφάκι το αιδοίο της, βλέπει πορνό και επιδίδεται αναίσχυντα σε ηδονοβλεψία.

Η Έρικα διαθέτει ψήγματα αυταρέσκειας. Η Έρικα ζητάει καινούργια φορέματα και έναν εαυτό θηλυκό, θελκτικότερο όλων. Η Έρικα γνωρίζει ότι οι χυμοί της νιότης ανήκουν σε ουτοπίες του παρελθόντος, κι ότι –ενδεχομένως– τα φορέματα μπορούν να τους επαναφέρουν στην επιφάνεια. Το φόρεμα για τη μητέρα είναι σπατάλη. Το κοινό τους μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό σε ένα νέο μεγάλο σπίτι. Σπίτι που θα αποκτηθεί εάν, μονάχα, μειωθούν η αυταρέσκεια και τα φορέματα της κόρης.

Όταν, τώρα, ο νεαρός Βάλτερ Κλέμερ θα κάνει την αιφνίδια εμφάνισή του στη ζωής της πιανίστριας, ο ερωτισμός στη Γέλινεκ θα εκφραστεί με λόγια και με λέξεις οι οποίες, στις εικόνες του Χάνεκε, θα μετατραπούν σε βλέμματα και σε διακριτικά αγγίγματα που πασχίζουν να σκίσουν με την ορμή τους ταμπού, προκαταλήψεις και ρούχα. Και σε μια αδιάκοπη ανταλλαγή παθών καλλιτεχνικών και πόθων μουσικών. Ενώ η ζήλια της Έρικα προς τον νεαρό μαστίζει τον αναγνώστη με την καθαρότητα της γλώσσας της Γέλινεκ, στα χέρια του Χάνεκε γίνεται πλέον εμμονικά βλέμματα και στιγμές που ακροβατούν ανάμεσα στην αποστασιοποίηση και τη σφοδρότητα του πόθου. Και στις δύο, μάλιστα, εκδοχές το πράσινο τέρας της ζήλιας θα οδηγήσει την Έρικα σε έναν απονενοημένο τραυματισμό μιας νεαρής μαθήτριας και θύματος του ερωτισμού του νεαρού Κλέμερ. Κι αν ο φτερωτός θεός επιλέγει να κεραυνοβολήσει τον νεαρό με αισθήματα σεξουαλικής πλην τρυφερής ορμής, οι ερωτικές απαιτήσεις της Έρικα θα αναστρέψουν την τρυφερότητα σε αηδία και σε επιβολή απόλυτης εξουσίας. Μια επιβολή εξουσίας που θα σημάνει με την κατάκτησή της και το τραγικό τέλος ενός μοιραίου έρωτα που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες συγκλίνουν με ορμή κι αποκλίνουν –πάντα– στα σημεία, έτσι και στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Γέλινεκ ο Χάνεκε διατήρησε απόλυτα την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Κι έτσι, αν η γραφή της Γέλινεκ περιγράφει μια ιστορίας ανικανότητας για αγάπη με χρώματα πορφυρά και πάθη ομολογημένα, ο Χάνεκε επιλέγει να εστιάσει στο γκρίζο της απελπισίας και σε πόθους ανομολόγητους. Ενώ οι ενδελεχείς αναφορές για ένα κάποιο παρελθόν της Έρικα-έφηβης που οδήγησε στην Έρικα-ενήλικη, στην Έρικα-κυνηγό και θήραμα της αγάπης, θύτη και θύμα του πόνου, απουσιάζουν από την ταινία και από την αφήγηση του Χάνεκε. Μια αφήγηση η οποία, με εκφραστικά της μέσα την ψυχρότητα μιας καρδιάς, τη σφοδρότητα ενός πάθους και τον τρόμο μιας πόλης, πλάθει μια Έρικα χωρίς παρελθόν και περασμένη εφηβεία. Μια Έρικα του εδώ και του τώρα, ενός τώρα που γνωρίζει μόνο τεντωμένα σχοινιά κι ακροβασίες ανάμεσα σε αγάπες και μίση.

Κι αν κυοφορήσατε, γεννήσατε ή μεγαλώσατε σφοδρά πάθη ή οι έρωτές σας θυμίζουν μακρινές ουτοπίες ή δυστοπίες, ο Χάνεκε μετά της Γέλινεκ είναι εδώ για να σας θυμίσουν πως οι ζωές δεν είναι για να αποστειρώνονται και πως τα άκρα υπάρχουν για να τα τραβάς. Δύο αριστουργήματα σε ένα, ένα αριστούργημα σε δύο, και δύο καλλιτεχνικές ταυτότητες στους παράλληλους δρόμους της ατομικής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας.

Related Posts