Ερχόμαστε με μιαν ανάσα ως δείγμα σ’ ό,τι ο καθένας μας χαρακτηρίζει ζωή. Την τελειώνουμε αυτή τη ζωή με μιαν άλλη, ύστατη ανάσα, που μοιάζει με ανακούφιση. Φεύγουν οι ζάρες από το χαρακωμένο πρόσωπο όταν η ύπαρξή μας συναντά τον κόσμο ένδον. Και η ψυχή, απελεύθερη, ξεχύνεται στο απέραντο ψηφιδωτό των άπειρων στοιχείων του σύμπαντος. Ναι, γιατί εκεί ανήκει, και όσοι επιχείρησαν να την εγκλωβίσουν σε σαρκία και ύλη δεν πέτυχαν τίποτε άλλο παρά να της δυναμώσουν τα φτερά, για να πετάξει πιο γρήγορα προς αυτό το Εν που συνέχει τον μάταιο τούτο θόλο.
Πνοή, λοιπόν, μας προσφέρει αυτή η πρώτη και τελευταία ανάσα. Είναι το διάστημα ανάμεσά τους ό,τι ορίζεται ως ζωή. Είναι ο ωφέλιμος εκείνος χωροχρόνος που δίνει την ευκαιρία στον ανθρωπάκο να γίνει άνθρωπος, να ξεπεράσει τη συμπλεγματική ιδιότητα του σηκωμένου διπόδου, ν’ αρθεί στο ύψος της Ανθρωποδιάστασης και να γίνει ο Θεός του Ζαρατούστρα, ο Υπεράνθρωπος μιας εποχής, όπου ρυθμίζει ο ίδιος τη βιοτική του εξέλιξη.
Αυτόν τον άνθρωπο αναζητεί κανείς μέσα σε θεωρίες, βιβλία και άτακτες ή τακτικές σκέψεις. Αυτός ο άνθρωπος, ο μαχητής της ρέουσας πραγματικότητας, είναι ο λόγος αλλά και ο λόγος που η επιβίωση αποκτά νόημα και γίνεται διαβίωση και, λίγο αργότερα, όταν ανατείλουν τα συναισθήματα και φωτίσουν οι ψυχές, συμβίωση.
Τι θέλει, άλλωστε, ο άνθρωπος; Μια ψυχή να συνυπάρχει και να συγκατοικεί, ίσως, αν όχι στο ίδιο δωμάτιο, τουλάχιστον στον ίδιο όροφο ή στον από πάνω ή στον από κάτω, μιας πολυκατοικίας αισθήσεων και συναισθημάτων. Αυτό είναι, τελικά, η ζωή: μια συμβίωση ανάσας και ψυχής, μια συνύπαρξη με τις ενεργές πνοές των άλλων…