Πολλές φορές έχω διερωτηθεί τι είναι τελικά ο φόβος. Είναι συναίσθημα, είναι πνοή, είναι ερώτημα εναγώνιο για το «μετά τα φυσικώς» κείμενα; Μήπως είναι όλο αυτό το αδιόρατο που περιμένουμε να γίνει ορατό όταν εγκαταλείψουμε τη ματαιότητα του σημερινού μας κόσμου και χαθούμε σαν αστρόσκονη στο άπειρο; Μπορεί κανείς να τον ερμηνεύσει σαν αντίδραση σε κάτι που δεν μας αρέσει ή σαν ενστικτώδη έκκριση αδρεναλίνης σ’ ό,τι διαταράσσει τη βιολογική και ηθικοπνευματική μας σταθερότητα;
Ερωτήματα επί ερωτημάτων, συνεχή και αδιάλειπτα, αναπάντητα. Αν όχι αναπάντητα, σίγουρα αδιευκρίνιστα, ως ένα μεγάλο βαθμό, έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση μιας μεταφυσικής θεώρησης, ενδυόμενης έναν μυστηριακό χαρακτήρα. Ο φόβος, λοιπόν, είναι το ζητούμενό μας και το πώς συνυπάρχουμε μαζί του.
Η καθημερινότητά μας, οφείλουμε να πούμε, είναι γεμάτη φόβο. Φόβος παντού. Φόβος μοναχικός, φόβος συλλογικός, φόβος κοινωνικός και διεθνής. Μια ζωή που ερείδεται σε κάθε είδους ανησυχίες και φοβικά σύνδρομα που προκαλεί μια μετακαπιταλιστική κοινωνική διαμόρφωση, η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να υπενθυμίζει στα απλά «μυρμήγκια» –που καθόλου απλά δεν είναι στην ύπαρξή τους τα συμπαθή αυτά πλάσματα– πόσο πρέπει να τρέμουν μπρος στο ενδεχόμενο της μεταβολής της σκηνοθετημένης και άρτια οργανωμένης καθημερινότητάς τους. Μιας καθημερινότητας την οποία άλλοι έφτιαξαν, άλλοι σχεδίασαν και άλλοι ζήτησαν να την εφαρμόσουν.
Γιατί για εφαρμογή φοβικών σχεδίων έχει δομηθεί αυτός ο νέου τύπου κόσμος των νέων ισορροπιών, των φαινομενικών ευκαιριών για τους πολλούς και, στην τελική, της κατάκτησης στόχων και της ατέρμονης ικανοποίησης ακόρεστων επιθυμιών για τους λίγους και αδίστακτους υπηρέτες του ενός θεού, του απόλυτου κυρίαρχου, του Χρήματος!
Άρα, τι κάνει ο σύγχρονος άνθρωπος; Φοβάται! Τρέμει! Σπαρταρά σαν ψάρι έξω από τα νερά του, όταν ο φόβος για το μέλλον του τον προσεγγίζει, κυρίως τα βράδια, τη στιγμή που κατάκοπος ανοίγει την πόρτα του μοναδικού καταφυγίου του, του σπιτιού του. Και εκεί, παραδομένος στον πανικό του και κυριευμένος από το αδηφάγο τέρας του αδιόρατου φόβου, ζαρώνει, σιωπά και περιμένει τον Μορφέα να τον ταξιδέψει κάπου μακριά από τον κόσμο που τον περιβάλλει. Κάπου μακριά απ’ όλο αυτό που ζει κάθε φορά, που τα μάτια του ενοχλούνται και ανοίγουν διάπλατα, χτυπημένα από το φως της επομένης ημέρας.
Φόβος, λοιπόν, το ένα από τα βασικά συναισθήματα της ανθρώπινης περατότητας. Φόβος και η γενεσιουργός αιτία – ίσως – της αγωνίας μας. Ένας φόβος ο οποίος άλλοτε αιτιολογείται, άλλοτε απλώς ερμηνεύεται. Φοβόμαστε όχι μόνο γιατί ζούμε σ’ αυτή την κοινωνία που ζούμε, αλλά και γιατί βλέπουμε ότι στην κοινωνική αυτή αιμοσταγή αρένα δεν έχουμε μόνο ορατούς εχθρούς, αλλά και υπόγειους. Ερχόμαστε σ’ αντιπαράθεση όχι μόνο με εξωτερικές δυνάμεις, αλλά και με εσωτερικές, οι οποίες μας καταδυναστεύουν. Και η πρώτη δύναμη που καταφέρνει τα καίρια χτυπήματα πάνω μας είναι η ίδια μας η ύπαρξη.
Ναι, ο πρώτος μεγάλος μας φόβος, που δυστυχώς γίνεται θηλιά με τη βοήθεια του περιβάλλοντός μας, είναι το εγώ μας! Πώς να μπορέσουμε να το ικανοποιήσουμε για να μην το φοβόμαστε; Πώς να πείσουμε το είναι μας ότι, κι αν τα πράγματα δεν είναι όπως εκείνο θέλει να είναι, η ζωή μας σε κάθε περίπτωση είναι ωραία; Κι εδώ έρχεται το φοβικό κατάλοιπο. Φοβόμαστε μήπως και αυτοαπορριφθούμε, μήπως αυτοακυρωθούμε. Μήπως και αδυνατήσουμε να ολοκληρώσουμε και να οριστικοποιήσουμε μέσω των πράξεών μας την αυτοεκπληρούμενη προφητεία που οι άλλοι έχουν επιβάλει στο «λογικόν» και στο «θυμικόν» μας.
Ο εαυτός μας, σκληρός και αδυσώπητος, δείχνει τον δρόμο προς τον φόβο, βαφτίζοντας τις πράξεις μας δεοντολογικά καθήκοντα, τα οποία υποχρεούμαστε –άλλωστε αυτό δεν σημαίνει καθήκον;– να εκπληρώσουμε για να γίνουμε «άνθρωποι της κορυφής», άνθρωποι-υπεράνθρωποι», για να δανειστώ τα λόγια του Νίτσε. Γιατί να γίνουμε τέτοιας ποιότητας άνθρωποι; Ίσως για να ικανοποιήσουμε μια τυφλή ματαιοδοξία. Μια ματαιοδοξία η οποία τρέφεται από τον φόβο της αυτοαπόρριψης, όταν δεν καταφέρουμε αυτό που μας προτείνεται να κάνουμε. Ο πρώτος φόβος αναδύει αυτήν την οσμή του σαπισμένου στόχου μας, ο οποίος δεν κατάφερε ν’ ανθίσει. Φόβος, λοιπόν, μήπως οι γύρω μας, τελικά, αντικρίσουν κάτι άλλο από αυτό που προσδοκούν. Άρα, μια ζωή γεμάτη από τέτοιες προσδοκίες.
Και μετά ο φόβος γίνεται εσώτερος και φθάνει από το απλό «δεν τα κατάφερα» στο ουσιαστικότερο αλλά και τραγικότερο «είμαι ένα τίποτα!». Και εκεί έρχεται η πλήρης ηθικοπνευματική μας κατάρρευση. Εκεί γινόμαστε ένα με τον πεσιμισμό. Εκεί ακριβώς είναι που προσκυνάμε όλες εκείνες τις θεωρίες για τη θνητότητα της ύπαρξης –αλλά και του μυαλού, θα συμπλήρωνα σκωπτικά–, όταν λόγω του κατασκευασμένου αυτού κοινωνικού φόβου καλούμαστε να παραδεχθούμε, άλλοτε δημόσια και άλλοτε ιδιωτικά, ότι δεν αξίζουμε τίποτα. Και τι άλλο ακολουθεί; Η αποστασιοποίηση από όλους και όλα, ο εγκλεισμός στα υπόγεια δαιδαλώδη και ερεβώδη σπήλαια της συγχυσμένης λογικής μας και του διαταραγμένου μας υποσυνείδητου. Γίναμε, τελειωτικά, αυτό που απευχόμασταν: οι δεσμώτες ενός δικού μας σπηλαίου, από το οποίο κανείς δεν θα μας βοηθήσει να βγούμε, αν δεν το θελήσουμε. Και μέσα σε αυτό το σπήλαιο κρυώνουμε από το ψύχος ενός φόβου που μας διαπερνά και μας κατατρώει.
Αλλά ο φόβος αυτός διαχέεται και στις σχέσεις μας με τους άλλους ως εμπόδιο κάθε φορά που επιθυμούμε να τους προσεγγίσουμε. Αφού φοβόμαστε την ύπαρξή μας, τρέμουμε τη διαπροσωπική επικοινωνία. Ζούμε τις ζωές των άλλων διότι πανικοβαλλόμαστε είτε να ζήσουμε με τον δικό μας τρόπο είτε να δείξουμε πώς είναι να ζει κανείς με τον δικό του τρόπο. Και όλη αυτή τη διαδικασία την ονομάσαμε κανονιστικό πλαίσιο κοινωνικής συμβίωσης, θεωρία και πράξη αποδοχής κοινωνικής ελευθερίας. Από φόβο μήπως και περιθωριοποιηθούμε, καταντήσαμε φοβικοί με ό,τι διαφορετικό προκαλεί αδικαιολόγητο φόβο. Βάλαμε τον φόβο στην πρακτική κοινωνική μας λογική. Τον κάναμε κανόνα για τις μελλοντικές μας πρακτικές.
Τελικά, γεννηθήκαμε για να φοβόμαστε; Γιατί ο δικαιολογημένος φόβος του μεταθανάτιου άγνωστου είναι, αν όχι ηθικά ή ψυχικά, τουλάχιστον σωματικά δηλωμένος. Τι μένει; Να σηκωθούμε στα δύο μας πόδια και να δικαιώσουμε τα συνθετικά μέρη της ύπαρξής μας: «άνω θρώσκω», κοιτάζω ψηλά! Όταν κοιτάς ψηλά, η ματιά σου διαπερνά το ταβάνι του ουρανού, αγγίζει το ένα και μοναδικό του κόσμου, την υπέρτατη πνοή, τον Λόγο, τη σκέψη! Και ένα είναι το σίγουρο: ο Λόγος δεν έχει Φόβο!